προσεισμός

προσεισμός
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι προσεισμοί
γεωλ. σειρά μικρών σεισμικών δονήσεων που προηγούνται ενός μεγάλου σεισμού κατά ώρες, ημέρες, ακόμη και μήνες, και συνδέονται με το ίδιο ή με παρακείμενο επίκεντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σεισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”